- σαλτιμπάγκος
- ο(λ. ιταλ.)1. ακροβάτης.2. μτφ., ασταθής άνθρωπος, απατεώνας: Μην τον εμπιστεύεσαι αυτόν το σαλτιμπάγκο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλτιμπάγκος — ο, Ν 1. ηθοποιός τής υπαίθρου, σχοινοβάτης, ακροβάτης ή θαυματοποιός 2. μτφ. άτομο που ενεργεί ευκαιριακά και επιπόλαια χωρίς να έχει σταθερές βάσεις και συγκεκριμένους στόχους, άνθρωπος χωρίς σταθερές αρχές, απατεώνας, αγύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Κνάους, Λούντβιχ — (Ludwig Knaus, Βισμπάντεν 1829 – 1910). Γερμανός ζωγράφος. Έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στην πατρίδα του και αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Σύντομα επιβλήθηκε ως ρωπογράφος αλλά και έξοχος προσωπογράφος. Ανάμεσα στα… … Dictionary of Greek
μενεστρέλ(ος) — Αυλικός μουσικός και τραγουδιστής του ύστερου Μεσαίωνα. Τραγουδούσε και απήγγελλε ποιήματα συνοδεία βιέλας ή άλλου έγχορδου οργάνου, τα οποία είτε συνέθετε ο ίδιος είτε οι τροβαδούροι. Αν και αρχικά συσχετιζόταν με τον ζογκλέρ, στην ουσία διέφερε … Dictionary of Greek